ξεπίτηδες

ξεπίτηδες
επίρρ. нарочно, преднамеренно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεπίτηδες" в других словарях:

  • ξεπίτηδες — βλ. εξεπίτηδες …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξεπίτηδες — επίρρ. τροπ., επίτηδες, σκόπιμα, από πρόθεση, για κάποιο σκοπό. ξεπίτηδες επίρρ. τροπ., σκόπιμα: Ξεπίτηδες το είπε, για να με πειράξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξεπίτηδες — και ξεπίτηδες (Α ἐξεπίτηδες) [επίτηδες] επίρρ. 1. σκόπιμα, εκ προθέσεως 2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»